ἀϊών
91ανακύκηση — η ανακίνηση, ανατάραξη, ανακάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κύκησις*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα «Αιών»] …
92αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …
93αντιτρομοκρατικός — ή, ό ο στρεφόμενος εναντίον της τρομοκρατίας και των τρομοκρατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + τρομοκρατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …
94απαισιόδοξος — η, ο αυτός που αντιμετωπίζει τα πάντα από την κακή τους όψη και προβλέπει το μέλλον θλιβερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αισιόδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών] …
95ατέρμων — ον (Α ἀτέρμων, ον) [τέρμα] ο χωρίς τέρμα, ατέλειωτος («ατέρμονες συζητήσεις», «ἀτέρμων αἰών») νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγάλος 2. ο χωρίς αρχή και τέλος, κυκλοτερής ή κινούμενος κυκλοτερώς αρχ. φρ. 1. «ἀτέρμων πέπλος» πέπλος αδιέξοδος, ραμμένος στον …
96γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση …
97δημοσιολογώ — ( έω) είμαι δημοσιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] …
98δηναιός — δηναιός, ή, όν και δωρ. τ. δαναιός, ά όν (Α) 1. μακροχρόνιος, διαρκής 2. γέροντας 3. αρχαίος, παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε σύνθετη από τα δην και *αιFos, παράλληλο τ. τού αιών, πράγμα πιο πιθ. από την υπόθεση ότι προέρχεται από δην +… …
99διαιωνίζω — (AM διαιωνίζω) [αιών] 1. διατηρώ κάτι στους αιώνες, το κάνω αιώνιο 2. φρ. «διαιωνίζω το είδος», «διαιωνίζω το γένος» αποκτώ παιδιά, απογόνους νεοελλ. αναβάλλω τη λύση ενός ζητήματος, παρατείνω επ αόριστον («διαιωνίζω το πρόβλημα», «η ίδια… …
100διακανονισμός — ο η διακανόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …