ἀϊών
81αιωνίζω — αἰωνίζω (Μ) [αἰών] είμαι ή γίνομαι αιώνιος, υπάρχω για πάντα, έχω διαιωνισθεί …
82αιωνιαίος — αἰωνιαῑος, α, ον (Α) [αἰών] αιώνιος, διαρκής …
83αιωνοθαλής — αἰωνοθαλής, ὲς (Μ) ο πάντοτε ακμαίος, ο αειθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + θαλὴς < θάλος] …
84αιωνοτόκος — αἰωνοτόκος, ον (Μ) αυτός που γεννά τους αιώνες, την αιωνιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + τόκος < τίκτω) …
85αιωνοχαρής — αἰωνοχαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. αυτός που χαίρεται αιωνίως 2. αυτός που φέρνει αιώνια, παντοτινή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + χαρὴς < ἐχάρην < χαίρω] …
86αιωνόβιος — ια, ιο (Α αἰωνόβιος, ιον) αυτός που ζει στους αιώνες, αιώνιος, αθάνατος νεοελλ. μακρόβιος, πολύχρονος αρχ. 1. ως τίτλος τών βασιλέων τής Αιγύπτου 2. ως τίτλος τού Θεού μτγν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + βίος] …
87αιώνιος — ια (και ία), ιο (Α αἰώνιος, ία, ιον και ιος, ιον) 1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος 2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια παντοτινά νεοελλ. (για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας) 1. αυτός που μοιάζει …
88αμπελοκαλλιέργεια — η η καλλιέργεια τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + καλλιέργεια. Η λέξη πρωτοεμφανίζεται περί το 1895 στην εφημερίδα «Αιών»] …
89αναθεωρητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναθεώρηση ή ο αρμόδιος γι αυτήν (π.χ. «αναθεωρητική Βουλή») 2. αυτός που επιφέρει αναθεώρηση (π.χ. «αναθεωρητική απόφαση δικαστηρίου») 3. ο μη προσηλωμένος στις δογματικές αρχές, στις δογματικές αυστηρότητες ενός… …
90ανακλητήριος — ια, ιο (Α ἀνακλητήριος) 1. αυτός που προκαλεί ανάκληση*, επιστροφή, επάνοδο 2. αυτός που επισημοποιεί ακύρωση, ο ακυρωτικός αρχ. ἀνακλητήρια, τα γιορτή που γινόταν κατά τη στέψη βασιλέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκληση( ις). Η λ. ανακλητήριος με τη… …