ἀϊών

  • 111ευρυγένειος — εὐρυγένειος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευρύ «γένειον», πλατύ σαγόνι 2. εκείνος που έχει πλατιά γενειάδα 3. φρ. «εὐρυγένειος αἰών» ο αρχαίος, ο παμπάλαιος χρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + γένειον] …

    Dictionary of Greek

  • 112εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …

    Dictionary of Greek

  • 113εφοδιοπομπή — η 1. στρ. αποστολή εφοδίων, ιδίως σε καιρό πολέμου 2. φάλαγγα οχημάτων ή υποζυγίων με εφόδια προς το πολεμικό μέτωπο ή με τραυματίες από αυτό («εφοδιοπομπή τραυματιών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο(ν) + πομπή (< πέμπω «στέλνω»). Αρχικά επλάσθη η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 114ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… …

    Dictionary of Greek

  • 115ηφαιστειότητα — η γεωλ. κάθε διεργασία ή φαινόμενο που συνδέεται με την εκφόρτιση στην επιφάνεια τής γης τηγμένου πετρώματος ή θερμού νερού και ατμού από ηφαίστεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. volcanism < volcano «ηφαίστειο» + ism. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 116ιεροδιδασκαλείο — το σχολή στην οποία εκπαιδεύονται σπουδαστές που προορίζονται να αναλάβουν ιερατικά και διδασκαλικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδιδάσκαλος. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδιδασκαλείον μαρτυρείται στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 117ιεροεξεταστής — ὁ 1. (κατά τον μεσαίωνα) μέλος τού δικαστηρίου τής Ιεράς Εξετάσεως 2. αυτός που υποβάλλει κάποιον σε σκληρά βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + εξεταστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών (πρβλ. και ιερεξεταστής)] …

    Dictionary of Greek

  • 118καθησυχαστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καθησύχαση, κατευναστικός («καθησυχαστικά νέα»). επίρρ... καθησυχαστικώς και ά με καθησυχαστικό τρόπο, κατευναστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησύχαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 119καταυλισμός — ό 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταυλίζομαι*, πρόχειρη στάθμευση, προσωρινή στρατοπέδευση 2. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει πρόχειρα ή διανυκτερεύει ένα στρατιωτικό τμήμα ή άλλη ομάδα ανθρώπων ή ο άμαχος πληθυσμός 3. η παραμονή σε αντίσκηνα,… …

    Dictionary of Greek

  • 120κατείβω — (Α) (ποιητ. τ. τού καταλείβω) 1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.) 3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η… …

    Dictionary of Greek