ἀϊών

  • 101διαπίστευση — η 1. το να ανατεθεί σε κάποιον η φύλαξη και διαχείριση πραγμάτων ή χρημάτων 2. ο επίσημος ορισμός διπλωματικού εκπροσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπίστευσις μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 102διεθνοποίηση — η 1. το να γίνεται ένα ζήτημα διεθνές 2. (για κράτη) η διακυβέρνηση από διεθνή επιτροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. και γαλλ. internationalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 103δικαιοστάσιο — Μέτρο που επιβάλλεται με ειδικό νόμο σε έκτακτες περιστάσεις. Πρόκειται για την προσωρινή αναστολή του έργου της δικαιοσύνης· με το δ. εμποδίζεται η επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων και παράλληλα αναστέλλεται η παραγραφή τους. * * * το η… …

    Dictionary of Greek

  • 104δουλέμπορος — ο έμπορος δούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 105δυσαίων — δυσαίων, ο, η (Α) δυστυχισμένος («δυσαίων αἰών» άθλια ζωή) …

    Dictionary of Greek

  • 106εισμολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας που ασχολείται με τη σεισμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismologist (< σεισμός + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών] …

    Dictionary of Greek

  • 107εξαμερικανίζω — μεταβάλλω κάποιον σε Αμερικανό ή μετατρέπω κάτι ώστε να καταστεί αμερικανικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + αμερικανίζω < Αμερικανός. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Αιών] …

    Dictionary of Greek

  • 108επανάκειμαι — ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι] 1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.) 2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος 3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον …

    Dictionary of Greek

  • 109επικραίνω — ἐπικραίνω (Α) εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπικραίνομαι κατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.) 3. διευθύνω, κυβερνώ 4 …

    Dictionary of Greek

  • 110ευθυπομπός — εὐθυπομπός, όν (Α) αυτός που στέλνει, που οδηγεί κατευθείαν («εὐθυπομπὸς αἰών», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πομπός < πέμπω] …

    Dictionary of Greek