ἀϊών
11αἰῶνα — αἰών aevum masc acc sg …
12αἰῶνας — αἰών aevum masc acc pl …
13αἰῶνες — αἰών aevum masc nom/voc pl …
14αἰῶνι — αἰών aevum masc dat sg …
15αἰῶνος — αἰών aevum masc gen sg …
16αἰώνεσσι — αἰών aevum masc dat pl (epic aeolic) …
17αἰώνεσσιν — αἰών aevum masc dat pl (epic aeolic) …
18αἰώνων — αἰών aevum masc gen pl …
19αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …
20Äon (Theologie) — Der Begriff Äon stammt vom Griechischen ὁ αἰών (ho aión, aus archaischem Griechisch ὁ αἰϝών; aiwón)) und kann, je nach Zusammenhang, in dem das Wort steht, Lebenszeit, Leben, Generation, Zeit, Zeitdauer, Zeitraum und Ewigkeit bedeuten[1]. Im… …