ἀωρί

  • 1ἀωρί — at an untimely hour indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… …

    Dictionary of Greek