ἀψευδεῖ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν
1χαλκεύω — ΝΜΑ [χαλκεύς] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. (αμτβ.) είμαι χαλκεύς, κατεργάζομαι τον χαλκό νεοελλ. μτφ. α) πλάθω, δημιουργώ («τόν παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες») β) μηχανορραφώ, μηχανώμαι («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες») μσν.… …