ἀχρήστως

  • 1ἀχρήστως — ἄχρηστος useless adverbial ἄχρηστος useless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱χρήστως , ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρηστόω make useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2άχρηστος — η, ο (AM ἄχρηστος, ον) 1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός 2. αισχρός, φαύλος μσν. 1. άκυρος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. μσν. επίρρ. ἀχρήστως μάταια αρχ. 1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα 2. (για πρόσωπα) ανώφελος …

    Dictionary of Greek

  • 3ԱՆՕԳՈՒՏ — (օգտի, ից.) NBH 1 0255 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 13c ա. ἁνωφελής, ἁνόητος, ἁλυσιτελής, ἁσύμφορος inutilus, μάταιος vanus Որ չունի կամ չբերէ ինչ օգուտ. անշահ. անպիտան. անպտուղ. ումպէտ. ընդունայն. ... *Քացախ վիրի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)