ἀχλὺν ἀπ
1ἀχλῦν — ἀχλύς mist fem acc sg …
2Ἀχλύν — Ἀχλύς fem acc sg …
3ἀχλύν — ἀχλύ̱ν , ἀχλύς mist fem acc sg …
4αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …
5Cataléctico — Saltar a navegación, búsqueda Cataléctico: verso de la poesía griega y latina, al que le falta una sílaba al fin, o en el cual es imperfecto alguno de los pies. Una línea cataléctica es una línea métricamente incompleta, a la que le falta una… …
6мьгла — МЬГЛ|А (37), Ы с. Мгла, туман: Азъ [премудрость] из ѹстъ вышьнѧаго изидохъ. и ˫ако же мьгла покрыхъ землѫ (ὁμίχλη) Изб 1076, 81 об.; без ѹма мѧтетьсѧ всѧкъ чл҃вкъ живыи... и ˫ако огнь изгараѥть. и ˫ако мьгла възноситьсѧ (νέφος) СбТр XII/XIII, 11; …
7χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …
8ЕЛИСЕЙ — [евр. , греч. Ελισαιε, ᾿Ελισαῖος, ᾿Ελισσαῖος], ветхозаветный прор. IX в. до Р. Х. (пам. 14 июня и в Соборе Синайских преподобных). Был учеником и преемником прор. Илии. Имя Елисей переводится как «Бог спасение» или «Бог спасает». Сведения о жизни …