ἀχθηδών
1αχθηδών — ἀχθηδών ( ονος), η (Α) 1. βάρος, φορτίο 2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + δων , επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη πρβλ. ακεχηδών «λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών] …
2ἀχθηδών — weight fem nom/voc sg …
3ἀχθηδόνα — ἀχθηδών weight fem acc sg …
4ἀχθηδόνας — ἀχθηδών weight fem acc pl …
5ἀχθηδόνι — ἀχθηδών weight fem dat sg …
6ἀχθηδόνος — ἀχθηδών weight fem gen sg …
7ἀχθηδόνων — ἀχθηδών weight fem gen pl …
8ἀχθηδόσι — ἀχθηδών weight fem dat pl …
9ἀχθηδόσιν — ἀχθηδών weight fem dat pl …
10ACEDIA — Graec. Α᾿κηδἰα, in genere, tristitia, molestia, anxietas, vel taedium, Ugutio, ἠ ῤαθυμία, ἀχθηδων`, λυμή, Suidae: In specie Cassiano de Coenob. Instit. l. 10. c. 1. et Collat. 5. c. 2. 9. taedium est et anxietas cordis, quae insestat Anachoretas… …
- 1
- 2