ἀχαιΐνη

  • 1αχαΐνης — ἀχαΐνης, ο (θηλ. ἀχαΐνη και ἀχαιΐνη και ἀχαιϊνέη, η) ελάφι δύο ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο άγνωστης προελεύσεως. Θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί παράγωγο της λ. Αχαΐα, αν ληφθεί υπ όψιν ότι το είδος αυτό θα ήταν συχνό στην περιοχή] …

    Dictionary of Greek