ἀφῃρημένος

  • 1αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2αφηρημένος — και αφαιρεμένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ) 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι 2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος 3. «αφηρημένα ουσιαστικά» αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 3ἀφῃρημένος — ἀφαιρέω take away from perf part mp masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4αφαιριέμαι — αφαιριέμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. αφαιρούμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 5αφαιρούμαι — αφαιρούμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 77 και πρβλ. αφαιριέμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 6αφηρημάδα — η [αφηρημένος] 1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία 2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια …

    Dictionary of Greek

  • 7Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 8Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …

    Dictionary of Greek

  • 9αλλοτριόγνωμος — ἀλλοτριόγνωμος, ον (Α) αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, αφηρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + γνωμος < γνώμη] …

    Dictionary of Greek

  • 10αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… …

    Dictionary of Greek