ἀφϑονία
1ἀφθονία — ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc/acc dual ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀφθονίᾳ — ἀφθονίαι , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αφθονία — Η υπερεπάρκεια, η άφθονη παραγωγή. κοινωνία α. Λέγεται και κοινωνία της ευημερίας. Κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η τάση να εξασφαλιστεί υπερεπάρκεια των αγαθών. Η υπερεπάρκεια αυτή, που συνεπάγεται την ύπαρξη προσφοράς μεγαλύτερης από τη ζήτηση,… …
4αφθονία — η περίσσεια, πλήθος από όμοια πράγματα: Φέτος είχαμε αφθονία από φρούτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀφθονίας — ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem acc pl ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀφθονίαι — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀφθονίαν — ἀφθονίᾱν , ἀφθονία freedom from envy fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀφθονιῶν — ἀφθονία freedom from envy fem gen pl …
9ἀφθονίαις — ἀφθονία freedom from envy fem dat pl …
10ἀφθονίη — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (epic ionic) …