ἀφροσύνης

  • 1ἀφροσύνης — ἀφροσύνη folly fem gen sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Codex Coislinianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 015 Page with text …

    Wikipedia

  • 3Codex Coislinianus — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Unzial 015 …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Codex Coislinianus — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 015 …

    Wikipédia en Français

  • 5λαιμαργία — η (AM λαιμαργία) [λαίμαργος] το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη… …

    Dictionary of Greek

  • 6χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …

    Dictionary of Greek