ἀφροσύνης
1ἀφροσύνης — ἀφροσύνη folly fem gen sg (attic epic ionic) …
2Codex Coislinianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 015 Page with text …
3Codex Coislinianus — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Unzial 015 …
4Codex Coislinianus — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 015 …
5λαιμαργία — η (AM λαιμαργία) [λαίμαργος] το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη… …
6χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …