1αφιππία — ἀφιππία, η (Α) [άφιππος] αδεξιότητα στην ιππασία …
Dictionary of Greek
2ἀφιππίαν — ἀφιππίᾱν , ἀφιππία awkwardness in riding fem acc sg (attic doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)