ἀφιλοσόφητος
1ἀφιλοσόφητος — not versed in philosophy masc/fem nom sg …
2αφιλοσόφητος — η, ο (AM ἀφιλοσόφητος, ον) αυτός που δεν έχει ασκηθεί στη φιλοσοφία, που δεν κατέχει τη φιλοσοφία νεοελλ. 1. εκείνος που δεν εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων 2. (για πράξη) που γίνεται δίχως περίσκεψη μσν. ο χωρίς φιλοσοφική σπουδαιότητα ή… …
3αφιλοσόφητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει φιλοσοφική μόρφωση, ο άμοιρος φιλοσοφίας: Στη δουλειά του μπορεί να ναι καλός, γενικότερα όμως είναι αφιλοσόφητος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀφιλοσόφητον — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem acc sg ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy neut nom/voc/acc sg …
5ἀφιλοσοφήτοις — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem/neut dat pl …
6ἀφιλοσόφητοι — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem nom/voc pl …