ἀφεσμός
1αφεσμός — ἀφεσμός, ο (Α) το νέο σμήνος μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις] …
2ἀφεσμός — swarm of bees masc nom sg …
3ἀφεσμόν — ἀφεσμός swarm of bees masc acc sg …
4άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …