ἀφαρέως
1Ἀφαρέως — Ἀφαρέω̆ς , Ἀφαρεύς masc gen sg Ἀφαρεύς masc nom sg (epic ionic) …
2ἀφαρέως — ἀφαρέω̆ς , ἀφαρεύς belly fin of female tunny masc gen sg ἀφαρεύς belly fin of female tunny masc nom sg (epic ionic) ἀφαρής without adverbial (epic doric ionic aeolic) …
3Τυνδάρεος — και αττ. τ. Τυνδάρεως, εω, και έου και εος, ο, ΝΑ 1. μυθ. γιος τού Οιβάλλου και τής Γοργοφόνης ή τής Βάτειας, αδελφός τού Ικαρίου, τού Ιπποκόωντος, τού Αφαρέως, τού Λευκίππου και τής Αρήνης, θνητός σύζυγος τής Λήδας και πατέρας τής Ελένης, τής… …