ἀφανῶν

  • 1ἀφανῶν — ἀφανέω fail to put in an appearance pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀφανής unseen masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2безгласьныи — (15) пр. 1.Лишенный способности говорить, не обладающий даром речи; немой: и толико мълчаниѥ имѩше ˫ако не знающимъ ѥго. мнѩхоуть и безгласна соуща. ПрЛ XIII, 113а; неразумныи безумныи. и безъгласныи и бесловесныи. и не вѣмъ что реку. (ἐγὼ... ὁ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3не˫авленыи — (45) пр. 1.Неизвестный, невыявленный: нъ и отъ невѣрьнааго мѹжа …отълѹчитисѧ не повелѣно ѥсть. женѣ. нъ жьдати не˫авлѥнааго ради съключени˫а. чьто бо вѣси жено. аще мѹже [так!] сп҃сеши (διὰ τὸ ἄδηλον) ΚΕ XII, 183б; Аще кто и ѿ свободны родить(с)… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 4Tombe du Soldat inconnu (Grèce) — Le monument au Soldat inconnu …

    Wikipédia en Français

  • 5εξαγορευτικός — ἐξαγορευτικός, ή, όν (Α) [εξαγορεύω] ο αρμόδιος να εκφράσει ή να ερμηνεύσει κάτι («καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική, καὶ τῶν ἀφανῶν σαγηνευτική [επιστήμη], Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 6κλίνη — η (AM κλίνη) [κλίνω] 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κανείς αναπαύεται και κοιμάται, κρεβάτι («ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν... κατάκεινται», Πλάτ.) 2. νεκροκρέβατο, νεκρικό φέρετρο («μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν», Θουκ.) νεοελλ. (ναυπ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 7κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …

    Dictionary of Greek

  • 8περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 9πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 10Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… …

    Dictionary of Greek