ἀφ' ἑλλάδος αἴας συνορμένοις

  • 1συνόρνυμαι — Α ξεκινώ, αναχωρώ μαζί με άλλον («ἀφ Ἑλλάδος αἴας συνορμένοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄρνυμαι «ορμώ, ξεκινώ, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι»] …

    Dictionary of Greek