1αττάραγος — ἀττάραγος και χος, ο (Α) 1. ψίχουλο ψωμιού 2. κάτι το εξαιρετικά ασήμαντο …
Dictionary of Greek
2ἀττάραγος — crumb masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ἀτταράγους — ἀττάραγος crumb masc acc pl …
4ἀτταράγων — ἀττάραγος crumb masc gen pl …
5ἀττάραγοι — ἀττάραγος crumb masc nom/voc pl …
6ἀττάραγον — ἀττάραγος crumb masc acc sg …