ἀτταγήν
1ἀτταγήν — masc nom/voc sg …
2ἀτταγῆνα — ἀτταγήν masc acc sg …
3ἀτταγῆνας — ἀτταγήν masc acc pl …
4ἀτταγῆνες — ἀτταγήν masc nom/voc pl …
5ἀτταγῆνι — ἀτταγήν masc dat sg …
6ἀτταγῆνος — ἀτταγήν masc gen sg …
7ἀτταγῆσι — ἀτταγήν masc dat pl …
8ἀτταγήνων — ἀτταγήν masc gen pl …
9ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… …
10ταγήν — Μ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου» 2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση τού αρκτικού α ] …
Страницы
- 1
- 2