ἀτρᾰπός
1ἀτραπός — fem nom sg …
2ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… …
3ατραπός — η πολύ στενός δρόμος, μονοπάτι: Στο χωριό οδηγούσε μονάχα μια ατραπός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀταρπιτοί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …
5ἀταρπιτοῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) …
6ἀταρπιτῶν — ἀτραπός fem gen pl (epic) …
7ἀταρπιτόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) …
8ἀταρπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) …
9ἀταρποῖς — ἀτραπός fem dat pl (epic) …
10ἀταρποί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) …