ἀτρᾰπός

  • 51Βαρβιτσιώτης, Τάκης — (Θεσσαλονίκη 1916 –). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, παράλληλα όμως ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε κυρίως ποιήματα, δοκίμια και μετέφρασε… …

    Dictionary of Greek

  • 52Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας …

    Dictionary of Greek

  • 53Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 54ՇԱՒԻՂ — (ւղի, ղաց.) NBH 2 0474 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 15c գ. τρίβος via trita ἅξων semita τροχία cursus ἁτραπός callis, tramis, via ἵχνη vestigium. (գրի եւ ՇԱՒԵՂ, ՇԱՒԻՒՂ. գտանի եւ հոլովեալ՝ շաւիղին, շաւեղին,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 55μονοπάτι — το ιού, στενός δρόμος στην ύπαιθρο που σχηματίζεται από το επαναλαμβανόμενο πέρασμα ανθρώπων ή ζώων, η ατραπός: Ακολουθήσαμε ένα στενό μονοπάτι που μας οδήγησε σ’ ένα ξέφωτο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 56ἀτραπῶι — ἀτραπῷ , ἀτραπός fem dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 57trep-1 —     trep 1     English meaning: to trample, tread     Deutsche Übersetzung: “trippeln, trampeln, treten”     Material: O.Ind. tr̥prá , tr̥pála “hasty, unstet”? (probably from “trippelnd”); afghO.N. drabǝl “jiggle, shake, herabdrũcken”; Gk.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary