ἀτρέμᾱ(ς)
1ατρέμα — επίρρ. βλ. ατρέμας …
2ἀτρέμα — ἀτρέμας poetic indeclform (adverb) …
3ἀτρέμ' — ἀτρέμα , ἀτρέμας poetic indeclform (adverb) …
4ατρέμας — ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α) επίρρ. 1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά 2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά 3. απαλά, ευγενικά 4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» είμαι ήρεμος, ησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων …
5χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …
6trem-, trems- — trem , trems English meaning: to thump; to tremble Deutsche Übersetzung: “trippeln, trampeln” and “zittern” Note: (contaminated with tres ); the same Doppelbed. by trep . Material: Gk. τρέμω “tremble” (= Lat. tremō, Alb.… …