ἀτον-ία
1Ατόν — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369 1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού …
2ἄτον — ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg …
3ἆτον — ἆ̱τον , ἄατος insatiate masc/fem acc sg ἆ̱τον , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc sg …
4φοσ(σ)άτον — τὸ, ΜΑ βλ. φουσάτο …
5'τον — ἄτον , ἆτος insatiate masc/fem acc sg ἄτον , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc sg …
6Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …
7καθολικάτον — καθολικάτον, τὸ (Μ) μητροπολιτικός ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός + κατάλ. άτον, πρβλ. δουκ άτον, κομιτ άτον] …
8οσσατεύω — και φοσατεύω και φουσατεύω και φουσσατεύω και φωσατεύω Μ 1. στρατοπεδεύω 2. εκστρατεύω 3. στρατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοσ(σ)άτον / φουσ(σ)άτον / φώσ(σ)ατον παλαιότ. τ. τού φουσάτο] …
9Τουταγχαμών — Αιγύπτιος φαραώ (2η χιλιετία π.Χ.) της 18ης δυναστείας, διάδοχος του Aχενατόν, του αιρετικού βασιλιά τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του, το 1358 π.Χ. Το όνομά του ήταν αρχικά Τουτανχ Ατόν (ζωντανή εικόνα του Ατόν) και τροποποιήθηκε σε Τουτ… …
10Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux)/Λύω Actif — Conjugaison du verbe λύω (« délier ») à la voix active. Modèle des verbes thématiques au radical terminé par ι et υ. Cet article dépend de Conjugaisons du grec ancien (tableaux). Sommaire 1 Indicatif 2 Impératif 3 …