ἀτολμία
1ἀτολμία — ἀτολμίᾱ , ἀτολμία want of daring fem nom/voc/acc dual ἀτολμίᾱ , ἀτολμία want of daring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀτολμίᾳ — ἀτολμίαι , ἀτολμία want of daring fem nom/voc pl ἀτολμίᾱͅ , ἀτολμία want of daring fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ατολμία — Έλλειψη τόλμης, δειλία. Στην ψυχιατρική, α. λέγεται η ψυχολογική ανεπάρκεια που φέρνει διαταραχές στη βούληση, τη διανόηση και την κίνηση (αδεξιότητα). Η α. οφείλεται ή σε απότομους ψυχονευρικούς κλονισμούς ατόμων που παρουσιάζουν βλάβες του… …
4ατολμία — η έλλειψη τόλμης, δειλία: Σ όλη του τη ζωή είχε μιαν ατολμία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀτολμίας — ἀτολμίᾱς , ἀτολμία want of daring fem acc pl ἀτολμίᾱς , ἀτολμία want of daring fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀτολμίαι — ἀτολμία want of daring fem nom/voc pl ἀτολμίᾱͅ , ἀτολμία want of daring fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀτολμίαν — ἀτολμίᾱν , ἀτολμία want of daring fem acc sg (attic doric aeolic) …
8αθαρρεψιά — η [αθάρρευτος] έλλειψη θάρρους, ατολμία, δειλία …
9ακαρδοσύνη — η [άκαρδος] 1. ατολμία, δειλία 2. η ψυχική σκληρότητα …
10δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …