ἀτημελής
1ατημελής — ἀτημελής, ές (Α) [τημελώ] 1. παραμελημένος, απεριποίητος 2. αμελής, απρόσεκτος …
2ἀτημελής — neglected masc/fem nom sg …
3ἀτημελῆ — ἀτημελής neglected neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀτημελής neglected masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀτημελής neglected masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4ἀτημελέστερον — ἀτημελής neglected adverbial comp ἀτημελής neglected masc acc comp sg ἀτημελής neglected neut nom/voc/acc comp sg …
5ἀτημελές — ἀτημελής neglected masc/fem voc sg ἀτημελής neglected neut nom/voc/acc sg …
6ἀτημελοῦς — ἀτημελής neglected masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
7ἀτημελέες — ἀτημελής neglected masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …
8ἀτημελῶς — ἀτημελής neglected adverbial (attic epic doric) …
9ἀτημελεῖς — ἀτημελέω take no heed of pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀτημελής neglected masc/fem acc pl ἀτημελής neglected masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
10άτηκτος — η, ο (AM ἄτηκτος, ον) [τήκω] αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει αρχ. ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και μελησία) [ατημελής] παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά νεοελλ. αδιαφορία για το ντύσιμο και… …
- 1
- 2