ἀταξία
1ἀταξία — ἀταξίᾱ , ἀταξία indiscipline fem nom/voc/acc dual ἀταξίᾱ , ἀταξία indiscipline fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀταξίᾳ — ἀταξίαι , ἀταξία indiscipline fem nom/voc pl ἀταξίᾱͅ , ἀταξία indiscipline fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… …
4αταξία — η 1. έλλειψη τάξης, ακαταστασία: Στο σπίτι αυτό υπάρχει μεγάλη αταξία. 2. παρεκτροπή, απειθαρχία: Οι αταξίες των παιδιών αυτών είναι πολύ σοβαρές. 3. αρρυθμία: Ο σφυγμός του παρουσιάζει μιαν αταξία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀταξίας — ἀταξίᾱς , ἀταξία indiscipline fem acc pl ἀταξίᾱς , ἀταξία indiscipline fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀταξίαι — ἀταξία indiscipline fem nom/voc pl ἀταξίᾱͅ , ἀταξία indiscipline fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀταξίαν — ἀταξίᾱν , ἀταξία indiscipline fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀταξιῶν — ἀταξία indiscipline fem gen pl …
9ἀταξίαις — ἀταξία indiscipline fem dat pl …
10ἀταξίη — ἀταξία indiscipline fem nom/voc sg (epic ionic) …