ἀτάρτηρος
1αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… …
2ἀταρτηρός — mischievous masc/fem nom sg …
3ἀταρτηρόν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc sg ἀταρτηρός mischievous neut nom/voc/acc sg …
4ἀταρτηροῖο — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg (epic) …
5ἀταρτηροῖς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl …
6ἀταρτηροῖσι — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7ἀταρτηροῖσιν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἀταρτηροί — ἀταρτηρός mischievous masc/fem nom/voc pl …
9ἀταρτηροῦ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg …
10ἀταρτηρούς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc pl …
- 1
- 2