ἀτάρτηρος
11ἀταρτηρέ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem voc sg …
12ἀταρτηρῶν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen pl …
13ἀταρτηρῶς — ἀταρτηρός mischievous adverbial …
14ἀταρτηρῷ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat sg …
15-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …
16ter-3, terǝ- and teri-, trī- — ter 3, terǝ and teri , trī English meaning: to rub Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren” Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig …
- 1
- 2