ἀσάμινθος
1ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …
2ἀσάμινθος — bathing tub fem nom sg …
3ἀσαμίνθοις — ἀσάμινθος bathing tub fem dat pl …
4ἀσαμίνθου — ἀσάμινθος bathing tub fem gen sg …
5ἀσαμίνθους — ἀσάμινθος bathing tub fem acc pl …
6ἀσαμίνθων — ἀσάμινθος bathing tub fem gen pl …
7ἀσαμίνθῳ — ἀσάμινθος bathing tub fem dat sg …
8ἀσάμινθοι — ἀσάμινθος bathing tub fem nom/voc pl …
9ἀσάμινθον — ἀσάμινθος bathing tub fem acc sg …
10άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… …
- 1
- 2