ἀσάμινθος

  • 11βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 12κατασαμινθεύω — (Α) βάζω σε λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ασαμινθεύω (< ἀσάμινθος «μπανιέρα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …

    Dictionary of Greek

  • 13λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …

    Dictionary of Greek