ἀσχημάτιστος
1ἀσχημάτιστος — without form masc/fem nom sg …
2ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… …
3ασχημάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σχηματίστηκε, αδιαμόρφωτος, αμέστωτος: Ήταν ακόμη πολύ νέος, ασχημάτιστος, αμέστωτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀσχηματίστως — ἀσχημάτιστος without form adverbial ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl (doric) …
5ἀσχημάτιστον — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc sg ἀσχημάτιστος without form neut nom/voc/acc sg …
6ἀσχηματίστοις — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat pl …
7ἀσχηματίστου — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen sg …
8ἀσχηματίστους — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl …
9ἀσχηματίστων — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen pl …
10ἀσχηματίστῳ — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat sg …