ἀσφᾰλίζω
1ἀσφαλίζω — fortify pres subj act 1st sg ἀσφαλίζω fortify pres ind act 1st sg …
2ασφαλίζω — ασφαλίζω, ασφάλισα βλ. πίν. 33 …
3ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… …
4ασφαλίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάτι ασφαλές, προφυλάγω από ενδεχόμενο κίνδυνο, εξασφαλίζω: Είχε ξεχάσει να ασφαλίσει το όπλο του. – Πρέπει να ασφαλίσω το σπίτι μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀσφαλίσατε — ἀσφαλίζω fortify aor imperat act 2nd pl ἀ̱σφαλίσατε , ἀσφαλίζω fortify aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀσφαλίζω fortify aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6ἀσφαλιζόντων — ἀσφαλίζω fortify pres part act masc/neut gen pl ἀσφαλίζω fortify pres imperat act 3rd pl …
7ἀσφαλίζοντα — ἀσφαλίζω fortify pres part act neut nom/voc/acc pl ἀσφαλίζω fortify pres part act masc acc sg …
8ἀσφαλίζουσι — ἀσφαλίζω fortify pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀσφαλίζω fortify pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
9ἀσφαλίζουσιν — ἀσφαλίζω fortify pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀσφαλίζω fortify pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …
10ἀσφαλίσαι — ἀσφαλίζω fortify aor inf act ἀσφαλίσαῑ , ἀσφαλίζω fortify aor opt act 3rd sg …