ἀσφάλεια
1ἀσφαλεία — ἀσφαλείᾱ , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc/acc dual …
2ἀσφαλείᾳ — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἀσφάλεια — security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl …
4ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …
5ασφάλεια — η 1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια. 2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια. 3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Ἀσφάλεια — Ἀσφάλειος neut nom/voc/acc pl …
7ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… …
8ἀσφαλείας — ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem acc pl ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem gen sg (attic doric aeolic) …
9ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg …
10ἀσφαλείαι — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) …