ἀσφάλτου
1ἀσφαλτοῦ — ἀ̱σφαλτοῦ , ἀσφαλτόω smear with pitch imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀσφαλτόω smear with pitch pres imperat mp 2nd sg ἀσφαλτόω smear with pitch imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
2ἀσφάλτου — ἄσφαλτον asphalt neut gen sg ἄσφαλτος asphalt fem gen sg ἀ̱σφάλτου , ἀσφαλτόω smear with pitch imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀσφαλτόω smear with pitch pres imperat act 2nd sg ἀσφαλτόω smear with pitch imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre …
4πισσάσφαλτος — η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α νεοελλ. ονομασία τής φυσικής ή τής κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα αρχ. κράμα πίσσας και ασφάλτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος] …
5Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Νησιά της κεντρικής Αμερικής στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Tο κράτος του Tρινιδάδ και Tομπάγκο αποτελείται από δύο νησιά, από τα οποία μεγαλύτερο είναι το Tρινιδάδ, που βρίσκεται κοντά στην ακτή της Bενεζουέλας και ανακαλύφθηκε το 1498 από τον… …
6Σικελός — ή / Σικελός, ή, όν, ΝΜΑ [Σικελία] (για πρόσ.) ο αυτόχθονας κάτοικος τής Σικελίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σικελία αρχ. αυτός που προέρχεται από τη Σικελία (α. «Σικελόν πάγον», Ευρ. β. «Σικελόν ἑλαιον» ρευστή μορφή ασφάλτου, Διοσκ.) …
7άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …
8αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …
9ασφαλτόπισσα — η (Α ἀσφαλτόπισσα) ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος του πετρελαίου …
10ασφαλτώνω — (Α ἀσφαλτῶ, όω) ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου …