ἀσυμμετρία
1ἀσυμμετρία — ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc/acc dual ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀσυμμετρίᾳ — ἀσυμμετρίαι , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ασυμμετρία — η (AM ἀσυμμετρία) η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία αρχ. η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο …
4ασυμμετρία — η δυσαναλογία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ασυμμετρία, ανατολική-δυτική — Όρος της πυρηνικής φυσικής. Η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην ένταση της κοσμικής ακτινοβολίας ανατολικά και δυτικά από τον γεωμαγνητικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο της ανακαλύφθηκε το 1933, κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών πειραμάτων: ο… …
6ἀσυμμετρίας — ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc pl ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἀσυμμετρίαι — ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἀσυμμετρίαν — ἀσυμμετρίᾱν , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc sg (attic doric aeolic) …
9ἀσυμμετριῶν — ἀσυμμετρία incommensurability fem gen pl …
10Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …