ἀσυμμετρία

  • 41Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας …

    Dictionary of Greek

  • 42Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη …

    Dictionary of Greek

  • 43Μπουλέζ, Πιερ — (Pierre Boulez, Μονμπριζόν, Λουάρ 1925 –). Γάλλος συνθέτης και αρχιμουσικός. Άρχισε με σπουδές μαθηματικών για να αφιερωθεί, γύρω στα δεκαέξι του χρόνια ολοκληρωτικά στη μουσική, έχοντας ως δάσκαλο τον Oλιβιέ Μεσιάν και κερδίζοντας το πρώτο… …

    Dictionary of Greek

  • 44Πέρκιν, σερ Γουιλιαμ Χένρι — (Perkin, Λονδίνο 1838 Χάροου 1907). Άγγλος χημικός. Σπούδασε στο Βασιλικό Κολέγιο Χημείας του Λονδίνου κάτω από την καθοδήγηση του A.B. φον Χόφμαν, κατεύθυνε τις εργασίες του στον τομέα των οργανικών χρωστικών και ενδιαφέρθηκε ειδικά για τη… …

    Dictionary of Greek

  • 45Πυρηναία — Ορεινή αλυσίδα, μήκους 450 χλμ., που χωρίζει την Ιβηρική Χερσόνησο από τη Γαλλία. Τα Π. εκτείνονται στη διεύθυνση των παραλλήλων από το ακρωτήριο Κρέους στη Μεσόγειο έως το Ακρωτήριο Ιγκέρ στον Βισκαϊκό κόλπο· το ένα τρίτο της επιφάνειάς τους… …

    Dictionary of Greek

  • 46ραιβόκρανο — Παραμόρφωση της αυχενικής χώρας που οφείλεται σε μονόπλευρη σύσπαση μυός ή μαλακών ιστών του αυχένα, ή παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης. Συνοδεύεται με ακούσια και μόνιμη κλίση του κεφαλιού. Υπάρχουν δύο είδη ρ. Το συγγενές ρ., εξαιτίας ατελούς …

    Dictionary of Greek

  • 47ԱՆՉԱՓԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0224 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἁσυμμετρία proportionis defectus Պակասութիւն չափակցութեան. անհամեմատութիւն. *Որպէս գեղեցկութիւն՝ չափակցութիւն է մասանց եւ անդամոց եւ գունոց, այսպէս եւ տգեղութիւն է նոցունց. Մաքս. ի դիոն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 48ԱՆՉԱՓԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0224 Chronological Sequence: 8c գ. Իբր Անչափակցութիւն. ἁσυμμετρία *Զրկումն ուրեմն է չար, եւ նուազութիւն եւ տկարութիւն եւ անչափաւորութիւն. Դիոն. ածայ. ՟Դ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 49αρρυθμία — η ασυμμετρία, διαταραχή: Τον τελευταίο καιρό υποφέρει από καρδιακή αρρυθμία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 50δυσαναλογία — η η ασυμμετρία: Υπάρχει δυσαναλογία αγοριών και κοριτσιών στην τάξη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)