ἀσυμμετρία

  • 31Βιρκάλα, Τάπιο — (Tapio Wirkala, Ελσίνκι 1905 – 1985). Φιλανδός ζωγράφος. Συνεργάστηκε με τις τοπικές βιομηχανίες κεραμικής και υαλουργίας και κυρίως με το υαλουργείο της Ιιτάλα που σημείωσε αλματώδη εξέλιξη τα μεταπολεμικά χρόνια χάρη στην προσωπικότητα του… …

    Dictionary of Greek

  • 32Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …

    Dictionary of Greek

  • 33Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 34γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 35δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 36Δνείπερος — (ρωσ. Dnepr, ουκραν. Dnipro). Ποταμός (2.201 χλμ.) της ανατολικής Ευρώπης, ο τέταρτος σε μήκος στην Ευρώπη μετά τον Βόλγα, τον Δούναβη και τον Ουράλη και ο τρίτος από πλευράς λεκάνης απορροής (504.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από το οροπέδιο Βαλντάι της …

    Dictionary of Greek

  • 37Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 38Καύκασος — (ρωσ. Kafkaz, αγγλ. Caucasus). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή: Ελμπρούζ, 5.642 μ.) στο απώτατο τμήμα της νοτιοανατολικής Ρωσίας, το οποίο παλαιότερα θεωρείτο το φυσικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σήμερα όμως κατατάσσεται αποκλειστικά στην… …

    Dictionary of Greek

  • 39Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… …

    Dictionary of Greek

  • 40κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …

    Dictionary of Greek