ἀστρᾰπό-πληκτος
1οινόπληκτος — οἰνόπληκτος, ον (Α) πιωμένος, μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. αστραπό πληκτος] …
1οινόπληκτος — οἰνόπληκτος, ον (Α) πιωμένος, μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. αστραπό πληκτος] …