ἀστράγᾰλος
1ἀστράγαλος — one of the vertebrae masc nom sg …
2αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …
3αστράγαλος — ο 1. κόκαλο του κάτω μέρους του ποδού, κότσι: Μου πονεί ο αστράγαλός μου και δεν μπορώ να περπατήσω. 2. το παιχνίδι με τα κότσια: Και στην αρχαιότητα έπαιζαν με τους αστραγάλους. 3. κόσμημα στα ιωνικά και κορινθιακά κιονόκρανα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀστραγάλω — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc nom/voc/acc dual ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen sg (doric aeolic) …
5ἀστραγάλοιν — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen/dat dual …
6ἀστραγάλοις — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl …
7ἀστραγάλοισι — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἀστραγάλοισιν — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἀστραγάλου — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc gen sg …
10ἀστραγάλους — ἀστράγαλος one of the vertebrae masc acc pl …