ἀστρο-πλήξ

  • 1ηδονοπλήξ — ἡδονοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ηδονόπληκτος («ἡδονοπλήξ φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + πλήξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αστρο πλήξ, παρα πλήξ] …

    Dictionary of Greek

  • 2ηλιοπλήξ — ἡλιοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ο Ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ, αστρο πλήξ] …

    Dictionary of Greek