ἀστραπῆς

  • 21Άνεμοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Πρόκειται για τερατόμορφες προσωποποιήσεις των στοιχείων της φύσης, που προκαλούν τρόμο στους ανθρώπους, ή ήρεμες και ευεργετικές θεότητες (κανονικοί άνεμοι). Οι πρώτοι αντιπροσωπεύονται από τα τέρατα Τυφάωνα ή Τυφωέα, Έχιδνα …

    Dictionary of Greek

  • 22Θωρ — Θεός της σκανδιναβικής μυθολογίας, γιος του Οντίν και της Γιορντ. Ήταν θεός της βροντής, της αστραπής, των ανέμων και των ευεργετικών βροχών, πατέρας της δύναμης και ανταγωνιστής των γιγάντων. Προστάτευε και υπεράσπιζε τη γη, τους ανθρώπους και… …

    Dictionary of Greek

  • 23Καραμβάλης, Δημήτρης — (Γιαουντέ, Καμερούν 1953 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε δημοσιογραφία και νομικά και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Είναι μέλος του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός, της Εθνικής Εταιρείας… …

    Dictionary of Greek

  • 24Περούν — Ο ύπατος θεός του αρχαίου σλαβικού πανθέου. Ως θεός της βροντής και της αστραπής, αντιστοιχούσε στον ελληνικό Δία και στον ρωμαϊκό Γιούπιτερ. Αγάλματά του βρίσκονταν σε ιερά του Κιέβου και του Νόβγκοροντ, αλλά καταστράφηκαν ύστερα από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 25Σούλι — I Ιστορική περιοχή της Ηπείρου, στο νομό Θεσπρωτίας, στις δυτικές πλαγιές των ομώνυμων βουνών. Τα βουνά αυτά είναι ορεινό συγκρότημα στο ανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Περιλαμβάνει τα όρη Μούργκα (1340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλια… …

    Dictionary of Greek

  • 26αστραποφεγγιά — αστραποφεγγιά, η και αστραπόφεγγο, το λάμψη αστραπής: Η σκοτεινιά της νύχτας εκείνης διακοπτόταν μονάχα από τις αστραποφεγγιές …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 27λάμψη — η ακτινοβολία, έντονο φως: Η λάμψη της αστραπής μάς τύφλωσε …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)