ἀστραπῆς

  • 11θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… …

    Dictionary of Greek

  • 12πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …

    Dictionary of Greek

  • 13προσεξάπτω — Α 1. εξάπτω, ανάβω περισσότερο («βρονταὶ σκληραὶ προσεξαπτομένης ἀστραπῆς», Ιώσ.) 2. μτφ. διεγείρω περισσότερο («προσεξῆψαι τὴν ὀργήν», Ιώσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 14σινδονοειδής — ές, ΝΜ νεοελλ. φρ. «σινδονοειδής αστραπή» (μετεωρ.) είδος αστραπής που εξελίσσεται εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα νέφος, παράγοντας διάχυτο φωτισμό μσν. όμοιος με σινδόνα, με λεπτό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος «λεπτό ύφασμα» + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 15σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …

    Dictionary of Greek

  • 16ταινιωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από ταινίες 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος σε σχήμα ταινίας («ταινιωτό πριόνι» πριονοκορδέλα) 2. φρ. α) «ταινιωτή αστραπή» (μετεωρ.) σπάνιο είδος αστραπής, η οποία έχει τη μορφή ευρείας φλέβας αντί τής… …

    Dictionary of Greek

  • 17τριτογένεια — Επίθετο που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη θεά Αθηνά, γιατί τη θεωρούσαν κόρη της Τριτωνίδας λίμνης. Κατά την παράδοση, η Αθηνά ήταν προστάτιδα των νερών, και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση …

    Dictionary of Greek

  • 18φουλγορίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων τών τροπικών περιοχών, συγγενικών με τις πυγολαμπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fulgoridae < fulgora < λατ. Fulgora, όν. τής θεάς τής αστραπής (< fulgur… …

    Dictionary of Greek

  • 19χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… …

    Dictionary of Greek

  • 20Άγνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας, προσωποποίηση της φωτιάς σε κάθε εκδήλωσή της (φωτιάς του βωμού, αστραπής, κεραυνού κλπ.). Επειδή η φωτιά είναι ορατή από τους ανθρώπους, ο Ά. θεωρήθηκε ότι μεταφέρει τα μηνύματα των ανθρώπων προς τους θεούς. Οι… …

    Dictionary of Greek