ἀστραγάλη
1αστραγάλη — ἀστραγάλη, η (Α) ο αστράγαλος …
2ἀστραγάλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ἀστραγάλαισι — ἀστραγάλη fem dat pl (epic ionic aeolic) …
4ἀστραγάλῃσι — ἀστραγάλη fem dat pl (epic ionic) …
5ἀστραγάλῃσιν — ἀστραγάλη fem dat pl (epic ionic) …
6ἀστραγάλας — ἀστραγάλᾱς , ἀστραγάλη fem acc pl ἀστραγάλᾱς , ἀστραγάλη fem gen sg (doric aeolic) …
7αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …
8ἀστραγάλαι — ἀστραγάλᾱͅ , ἀστραγάλη fem dat sg (doric aeolic) …