ἀστραγαλῖνος
1ἀστραγαλῖνοι — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc nom/voc pl …
2ἀστραγαλῖνον — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc acc sg …
3στραγαλίνος — και στραγάλινος, ὁ, Α το πουλί καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀστραγαλῖνος «καρδερίνα» (πιθ. < ἀστράγαλος)] …