ἀστρ'
1ἀστρ' — ἀστρά , ἀστήρ star masc acc sg ἀστρί , ἀστήρ star masc dat sg …
2ἄστρ' — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …
3-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… …
4Ροζέτα — και Ροζέττα και Ροζέττη και Ρωσέττη, η, Ν φρ. α) «Νεφέλωμα Ροζέτας» αστρ. πολύ εκτεταμένο διεσπαρμένο νεφέλωμα στον αστερισμό τού Μονόκερω β) «Στήλη Ροζέττας [ή Ροσέττης]» αρχαιολ. ενεπίγραφος λίθος ακανόνιστου σχήματος, από μαύρο βασάλτη, που… …
5ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… …
6θέρμαψις — θέρμαψις, ἡ (Α) κάμινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + αψις (< άπτω «ανάβω»), πρβλ. άστρ αψις, έξ αψις] …
7μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …
8σαπίτης — ο, Ν είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπ τού σαπίζω + επίθημα ίτης (πρβλ. αστρ ίτης: άστρο)] …
9Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών …
10επιτολή — η (αστρ.), η εμφάνιση άστρου ή αστερισμού στον ορίζοντα, η ανατολή τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)