ἀσπῐδόδουπος
1ασπιδόδουπος — ἀσπιδόδουπος, ον (Α) αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος) + δούπος «θόρυβος»] …
2ἀσπιδοδούποισιν — ἀσπιδόδουπος clattering with shields masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
3ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …