ἀσπιδηφόρος
1ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… …
2ἀσπιδηφόρος — shield bearing masc/fem nom sg …
3ἀσπιδηφόρον — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem acc sg ἀσπιδηφόρος shield bearing neut nom/voc/acc sg …
4ἀσπιδηφόροι — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem nom/voc pl …
5ἀσπιδηφόροις — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut dat pl …
6ἀσπιδηφόρου — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut gen sg …
7ἀσπιδηφόρους — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem acc pl …
8ἀσπιδηφόρων — ἀσπιδηφόρος shield bearing masc/fem/neut gen pl …
9ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …
10ασπιδηστρόφος — ἀσπιδηστρόφος, ον (Α) αυτός που ξέρει να χειρίζεται την ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + στροφος < στρέφω. Ο τ. ασπιδηστρόφος κατά το πρότυπο του ασπιδηφόρος] …
- 1
- 2